- ερυμνονωτος
- ἐρυμνόνωτοςἐρυμνό-νωτος2с крепко защищенной спиной
(πάγουρος Anth. - v. l. τερεμνόνωτος)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πάγουρος Anth. - v. l. τερεμνόνωτος)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ερυμνόνωτος — ἐρυμνόνωτος, ον (Α) (για οστρακοφόρα) αυτός που έχει οχυρωμένα τα νώτα του … Dictionary of Greek